- προσδιοριστικός
- -ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ [προσδιορίζω]αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδιοριστικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος να προσδιορίζει: Οι ατομικές ελευθερίες είναι προσδιοριστικά στοιχεία της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθοριστικός — ή, ὁ (Α καθοριστικός, ή, όν) [καθορίζω] 1. αυτός που καθορίζει κάτι, προσδιοριστικός (α. «ο νόμος αυτός ήταν καθοριστικός για το μέλλον τής χώρας» β. «ὁμολογία καθοριστική», Κλήμ.) 2. μτφ. αποφασιστικός. επίρρ... καθοριστικώς και ά (Α… … Dictionary of Greek
περιγραπτικός — ή, όν, Α [περίγραπτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή ή στο περίγραμμα, οροθετικός, προσδιοριστικός … Dictionary of Greek
χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… … Dictionary of Greek
καθοριστικός — ή, ό που καθορίζει κάτι, ο προσδιοριστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)